φιλιτιανός

φιλιτιανός
ὁ, Α
(στη Σπάρτη) αυτός που μετέχει στα κοινά σιτηρέσια, στα φιλίτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλίτια. «συσσίτια» + κατάλ. -ιανός (πρβλ. παρθεν-ιανός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”